- αιολοπωλος
- αἰολόπωλοςαἰολό-πωλος2мчащийся на быстрых конях, быстроконный
(Φρύγες Hom.; Κάστωρ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Φρύγες Hom.; Κάστωρ Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιολόπωλος — αἰολόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πῶλος] … Dictionary of Greek
αἰολόπωλος — with quick moving steeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόπωλον — αἰολόπωλος with quick moving steeds masc/fem acc sg αἰολόπωλος with quick moving steeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολοπώλους — αἰολόπωλος with quick moving steeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek